- ἀνόητε
- ἀνόητοςnot thought onmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'νόητε — ἀνόητε , ἀνόητος not thought on masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφεξις — ἔφεξις, ἡ (Α) [επέχω] 1. αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση (κατά τον Ησύχ.) «ἔφεξις χάριν, ἕνεκα, ἐποχήν, πρόφασιν» («τοῡ δ ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῡτα δρᾱν σε βούλεται;» για ποιό λόγο, με ποιά δικαιολογία, ανόητε, θέλει να σού κάνει αυτά;… … Dictionary of Greek
κἀνόητ' — ἀνόητα , ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc pl ἀνόητε , ἀνόητος not thought on masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόηθ' — ἀνόητα , ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc pl ἀνόητε , ἀνόητος not thought on masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόητ' — ἀνόητα , ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc pl ἀνόητε , ἀνόητος not thought on masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)